εγκτίζω

εγκτίζω
ἐγκτίζω (Α)
οικοδομώ, ανεγείρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκτιζομένη — ἐγκτίζω found pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκτισθεῖσαν — ἐγκτίζω found aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκτίζεσθαι — ἐγκτίζω found pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκτίζεται — ἐγκτίζω found pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκτίζοντες — ἐγκτίζω found pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκτίσασθαι — ἐγκτίζω found aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκτίσας — ἐγκτίσᾱς , ἐγκτίζω found aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”